πεντηκοντακάρηνος

πεντηκοντακάρηνος
πεντηκοντα-κάρηνος [pron. full] [κᾰ], ον,
A fifty-headed, Hes. Th. 312 (-κέφᾱλον (sic) codd.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πεντηκοντακάρηνος — και δωρ. τ. πεντηκοντακάρανος, ον, Α αυτός που έχει πενήντα κεφάλια («Ἀΐδεω κύνα... πεντηκοντακάρανον», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + κάρηνα «κεφάλι» (πρβλ. τρι κάρηνος)] …   Dictionary of Greek

  • πεντηκοντακέφαλος — ον, ΜΑ πεντηκοντακάρηνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. δι κέφαλος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”